παιδαγωγική

παιδαγωγική
παιδαγωγικός
suitable to a teacher
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγική — η η επιστήμη που ασχολείται με την αγωγή του παιδιού: Η παιδαγωγική κάνει το αύριο καλύτερο από το σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδαγωγικῇ — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιδαγωγική Ακαδημία — Εκπαιδευτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε το 1920 με νόμο και είχε σκοπό τη διετή μετεκπαίδευση επίλεκτων λειτουργών της Μέσης Εκπαίδευσης. Προσαρτήθηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και λειτούργησε από το 1924 μέχρι το 1926 με διευθυντή τον Δημήτρη Γληνό. Ο …   Dictionary of Greek

  • προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • Μπόσκο, Τζοβάνι — (Giovanni Bosco, Καστελνουόβο ντ’ Άστι 1815 – Τορίνο 1888). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, παιδαγωγός και ιδρυτής της αδελφότητας των Σαλεσιανών. Το 1841 χειροτονήθηκε ιερέας και απέκτησε παιδαγωγική εμπειρία στο μικρό Ορατόριο για τα φτωχά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπαιδαγωγική — Ο όρος ταυτίζεται με τον όρο παιδαγωγική ψυχολογία. Ακριβώς γιατί η ψ., ως επιστήμη, έχει το ίδιο αντικείμενο έρευνας με την παιδαγωγική ψυχολογία, με την επιστημονική δηλαδή προσαρμογή της παιδαγωγικής στην ψυχολογία του παιδιού, και ειδικότερα… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγικός — ή, ὁ (Α παιδαγωγικός, ή, όν) [παιδαγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδαγωγό ή στην παιδαγωγία νεοελλ. φρ. «παιδαγωγική επιστήμη» ή, απλώς, «παιδαγωγική» η επιστήμη που ασχολείται με την αγωγή και τη μόρφωση τών παιδιών (1. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”